- ζυμεγέρτης
- και ζυμωσιεγέρτης, ομη εν χρήσει σήμερα ονομασία τού ενζύμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -εγέρτης (< εγείρω), πρβλ. δημ-εγέρτης, εθν-εγέρτης. Η λ. στον πληθ., ζυμεγέρται, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθωνα Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.